ντουμάνι

ντουμάνι
το густой дым (обычно от пожара)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ντουμάνι" в других словарях:

  • ντουμάνι — το 1. πυκνός καπνός που οφείλεται συνήθως σε πυρκαγιά ή σε τσιγάρα 2. πυρκαγιά, φωτιά 3. μτφ. α) καταχνιά, ομίχλη β) σκόνη, κονιορτός γ) μεγάλη ποσότητα, πληθώρα, αφθονία 4. φρ. «στο ντουμάνι τού Θεού» στη δευτέρα παρουσία, επειδή, σύμφωνα με τις …   Dictionary of Greek

  • ντουμάνι — το (λ. τουρκ.) 1. καπνός από φωτιά, από τσιγάρο: Γέμισε ντουμάνι το δωμάτιο. 2. σκόνη στον ορίζοντα, καταχνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντουμανιάζω — [ντουμάνι] 1. (για κλειστό χώρο) γεμίζω καπνό 2. (μτβ.) γεμίζω κάποιον με καπνό («μάς ντουμάνιασε με τα τσιγάρα του») 3. βγάζω πολύ καπνό («ντουμάνιασε η καμινάδα») …   Dictionary of Greek

  • τουμάνι — το, Ν ντουμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ντουμάνι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»